καλλιέλαιος

καλλιέλαιος
καλλιέλαιος, ου, ἡ (s. καλός, ἐλαία) the cultivated olive tree (opp. ἀγριέλαιος wild olive tree; this contrast as early as Aristot., De Plant. 1, 6, 820b, 40) Ro 11:24.—OPlasberg, APF 2, 1903, 219ff; here, fr. a Strassburg pap the words εἰς καλλιελαίαν. The word as adj. also PEdg 21, 3=Sb 6727, 3 (257/256 B.C.). Cp. Nicetas Choniates, De Manuele Comneno 4, 4 (MPG CXXXIX 480) of a Hungarian son-in-law at the Byzantine court: μήτε τὸν ἐκ φυταλιᾶς ἑτεροφύλου ῥάδαμνον εἰς καλλιέλαιον μετεγκεντρίζειν πιότατον ‘nor to take a scion from an alien orchard and transfer it into a very productive olive tree’. An expression very much like this Psellus p. 99, 17.—Lit. on ἀγριέλαιος and ἐλαία 2.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλλιέλαιος — (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, ον) ήμερη, καλλιεργημένη ελιά μσν. ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι έλαιος, φιλ… …   Dictionary of Greek

  • καλλιέλαιος — garden olive fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιελαίου — καλλιέλαιος garden olive fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιελαίους — καλλιέλαιος garden olive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιελαίῳ — καλλιέλαιος garden olive fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιέλαιον — καλλιέλαιος garden olive fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγριέλαιος — ἀγριέλαιος, ον (Α) [ἀγριελαία] 1. ο σχετικός με την αγριελιά ή αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς 2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἡ ἀγριέλαιος α) η αγριελιά β) (Εκκλ.) μεταφορικά, ο μη χριστιανός, ο ειδωλολάτρης: «ἡ ἀγριέλαιος… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”